Δείτε επίσης: ἀποτροπιάζω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποτροπιάζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀποτροπιάζω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.po.tɾo.piˈa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πο‐τρο‐πι‐ά‐ζω

αποτροπιάζω (συνήθως στην παθητική φωνή: αποτροπιάζομαι)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις από και τρόπος

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία