αποτροπιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αποτροπιάζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀποτροπιάζω
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.po.tɾo.piˈa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐τρο‐πι‐ά‐ζω
Ρήμα
επεξεργασία
αποτροπιάζω (συνήθως στην παθητική φωνή: αποτροπιάζομαι)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία- Συνήθως στον ενεστώτα
- Παθητική φωνή: στον ενεστώτα
- → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- αποτροπιάζω - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αποτροπιάζομαι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)