αποτροπιάζομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποτροπιάζομαι: παθητική φωνή του ρήματος αποτροπιάζω
Ρήμα επεξεργασία
αποτροπιάζομαι
Κλίση επεξεργασία
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποτροπιάζομαι | αποτροπιαζόμουν(α) | θα αποτροπιάζομαι | να αποτροπιάζομαι | ||
β' ενικ. | αποτροπιάζεσαι | αποτροπιαζόσουν(α) | θα αποτροπιάζεσαι | να αποτροπιάζεσαι | (αποτροπιάζου) | |
γ' ενικ. | αποτροπιάζεται | αποτροπιαζόταν(ε) | θα αποτροπιάζεται | να αποτροπιάζεται | ||
α' πληθ. | αποτροπιαζόμαστε | αποτροπιαζόμαστε αποτροπιαζόμασταν |
θα αποτροπιαζόμαστε | να αποτροπιαζόμαστε | ||
β' πληθ. | αποτροπιάζεστε | αποτροπιαζόσαστε αποτροπιαζόσασταν |
θα αποτροπιάζεστε | να αποτροπιάζεστε | (αποτροπιάζεστε) | |
γ' πληθ. | αποτροπιάζονται | αποτροπιάζονταν αποτροπιαζόντουσαν |
θα αποτροπιάζονται | να αποτροπιάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποτροπιάστηκα | θα αποτροπιαστώ | να αποτροπιαστώ | αποτροπιαστεί | ||
β' ενικ. | αποτροπιάστηκες | θα αποτροπιαστείς | να αποτροπιαστείς | αποτροπιάσου | ||
γ' ενικ. | αποτροπιάστηκε | θα αποτροπιαστεί | να αποτροπιαστεί | |||
α' πληθ. | αποτροπιαστήκαμε | θα αποτροπιαστούμε | να αποτροπιαστούμε | |||
β' πληθ. | αποτροπιαστήκατε | θα αποτροπιαστείτε | να αποτροπιαστείτε | αποτροπιαστείτε | ||
γ' πληθ. | αποτροπιάστηκαν αποτροπιαστήκαν(ε) |
θα αποτροπιαστούν(ε) | να αποτροπιαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αποτροπιαστεί | είχα αποτροπιαστεί | θα έχω αποτροπιαστεί | να έχω αποτροπιαστεί | αποτροπιασμένος | |
β' ενικ. | έχεις αποτροπιαστεί | είχες αποτροπιαστεί | θα έχεις αποτροπιαστεί | να έχεις αποτροπιαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει αποτροπιαστεί | είχε αποτροπιαστεί | θα έχει αποτροπιαστεί | να έχει αποτροπιαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αποτροπιαστεί | είχαμε αποτροπιαστεί | θα έχουμε αποτροπιαστεί | να έχουμε αποτροπιαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε αποτροπιαστεί | είχατε αποτροπιαστεί | θα έχετε αποτροπιαστεί | να έχετε αποτροπιαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αποτροπιαστεί | είχαν αποτροπιαστεί | θα έχουν αποτροπιαστεί | να έχουν αποτροπιαστεί |