↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αποσχοινισμός οι αποσχοινισμοί
      γενική του αποσχοινισμού των αποσχοινισμών
    αιτιατική τον αποσχοινισμό τους αποσχοινισμούς
     κλητική αποσχοινισμέ αποσχοινισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποσχοινισμός < απο- + σχοινί + -ισμός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αποσχοινισμός ουδέτερο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία