Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αποσχισμός οι αποσχισμοί
      γενική του αποσχισμού των αποσχισμών
    αιτιατική τον αποσχισμό τους αποσχισμούς
     κλητική αποσχισμέ αποσχισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποσχισμός < απο- + σχίζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αποσχισμός αρσενικό

  • απόσυρση ομάδας από μια μεγαλύτερη οντότητα, ειδικά μια πολιτική οντότητα, αλλά και από κάθε οργάνωση, ένωση ή στρατιωτική συμμαχία

  Μεταφράσεις επεξεργασία