αποσχισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αποσχισμός αρσενικό
- απόσυρση ομάδας από μια μεγαλύτερη οντότητα, ειδικά μια πολιτική οντότητα, αλλά και από κάθε οργάνωση, ένωση ή στρατιωτική συμμαχία
αποσχισμός αρσενικό