αποσυγχρονισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποσυγχρονισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αποσυγχρονισμός αρσενικό
- η παύση του συγχρονισμού
- αποσυγχρονισμός βιομηχανικών συστημάτων
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποσυγχρονισμός