αποσβήνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΆλλες μορφές
επεξεργασία- ορθότερο: αποσβένω
Ετυμολογία
επεξεργασία- αποσβήνω < αρχαία ελληνική ἀποσβέννυμι < ἀπό + σβέννυμι
Ρήμα
επεξεργασίααποσβήνω (παθητική φωνή: αποσβήνομαι)
- αποσβένω, κάνω απόσβεση, ελαττώνω κάτι με κάποια διαδικασία
- μειώνω την ένταση ή επιμερίζω
- σβήνω, κατασβήνω
- (μεταφορικά) εξαλείφω, διαγράφω, εξαφανίζω