αποναζικοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποναζικοποίηση | οι | αποναζικοποιήσεις |
γενική | της | αποναζικοποίησης* | των | αποναζικοποιήσεων |
αιτιατική | την | αποναζικοποίηση | τις | αποναζικοποιήσεις |
κλητική | αποναζικοποίηση | αποναζικοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποναζικοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίααποναζικοποίηση θηλυκό
- (σπάνιο) → δείτε τη λέξη αποναζιστικοποίηση