Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
απολογήτρια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
απολογήτρι
α
οι
απολογήτρι
ες
γενική
της
απολογήτρι
ας
των
απολογητρι
ών
αιτιατική
την
απολογήτρι
α
τις
απολογήτρι
ες
κλητική
απολογήτρι
α
απολογήτρι
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
απολογήτρια
<
απολογητής
+
-τρια
Ουσιαστικό
επεξεργασία
απολογήτρια
θηλυκό
→
δείτε
τη λέξη
απολογητής
Μεταφράσεις
επεξεργασία
απολογήτρια