Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο απολογητής οι απολογητές
      γενική του απολογητή των απολογητών
    αιτιατική τον απολογητή τους απολογητές
     κλητική απολογητή απολογητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

απολογητής < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απολογητής αρσενικό

  1. (γενικά) πρόσωπο που υπερασπίζεται με τον λόγο του κάποιον/κάτι
  2. (χριστιανισμός) χριστιανός συγγραφέας των πρώτων αιώνων, που με το έργο του υπερασπίστηκε την αλήθεια της χριστιανικής πίστης απέναντι στους διωγμούς της ρωμαϊκής αρχής ή στις επιθέσεις των Ιουδαίων και των ειδωλολατρών

  Μεταφράσεις επεξεργασία