αποκρυπτογράφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποκρυπτογράφος < απο- + κρυπτο- + -γράφος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίααποκρυπτογράφος αρσενικό
- ειδική συσκευή για την αποκρυπτογράφηση σήματος