αποδεκτικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία el
επεξεργασίααποδεκτικότητα < αποδεκτικ(ός) + -ότητα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.po.ðe.ktiˈko.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐δε‐κτι‐κό‐τη‐τα
Ουσιαστικό
επεξεργασίααποδεκτικότητα θηλυκό
- (μαθηματικά) το να γίνεται κάτι αποδεκτό
- ※ Σ' αυτή την παράγραφο θα αναφέρουμε κάποιους ορισμούς και τεχνικές αποδεκτικότητας ενός εκτιμητή Τ. Ένας εκτιμητής δ=δ(Χ) είναι αποδεκτός εκτιμητής… (Παναγιωτόπουλος Λεωνίδας, Αποδεκτικότητα εκτιμητών για την παράμετρο της κατανομής Poisson, Μεταπτυχιακή Διατριβή, Πάτρα 2007)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις αποδεκτικός και αποδέχομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποδεκτικότητα
|