απαρνήτρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απαρνήτρα | οι | απαρνήτρες |
γενική | της | απαρνήτρας | — | |
αιτιατική | την | απαρνήτρα | τις | απαρνήτρες |
κλητική | απαρνήτρα | απαρνήτρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
απαρνήτρα θηλυκό
- → δείτε τη λέξη απαρνητής
Μεταφράσεις επεξεργασία
απαρνήτρα
|