απαρνητής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απαρνητής < (ελληνιστική κοινή) ἀπαρνητής
Ουσιαστικό
επεξεργασίααπαρνητής αρσενικό (θηλυκό: απαρνήτρα)
- αυτός που απαρνιέται κάποιον ή κάτι
Δείτε επίσης : ἀπαρνητής |
απαρνητής αρσενικό (θηλυκό: απαρνήτρα)