απαργύρωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απαργύρωση | οι | απαργυρώσεις |
γενική | της | απαργύρωσης* | των | απαργυρώσεων |
αιτιατική | την | απαργύρωση | τις | απαργυρώσεις |
κλητική | απαργύρωση | απαργυρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, απαργυρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- απαργύρωση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίααπαργύρωση θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία απαργύρωση
|