Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ανώρευμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ανώρευμα
τα
ανωρεύμα
τ
α
γενική
του
ανωρεύμα
τ
ος
των
ανωρευμά
τ
ων
αιτιατική
το
ανώρευμα
τα
ανωρεύμα
τ
α
κλητική
ανώρευμα
ανωρεύμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ανώρευμα
<
άνω
+
ρεύμα
((
μεταφραστικό δάνειο
)
αγγλική
upwash
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ανώρευμα
ουδέτερο
ρεύμα
(
συνήθως
αέρα
) που κινείται
ανοδικά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ανώρευμα
αγγλικά
:
upwash
(en)