Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ανωμαλιάρης οι ανωμαλιάρηδες
      γενική του ανωμαλιάρη των ανωμαλιάρηδων
    αιτιατική τον ανωμαλιάρη τους ανωμαλιάρηδες
     κλητική ανωμαλιάρη ανωμαλιάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανωμαλιάρης < ανωμαλία + -ιάρης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανωμαλιάρης αρσενικό (θηλυκό: ανωμαλιάρα, ουδέτερο ανωμαλιάρικο)

Σημειώσεις επεξεργασία

Σε χρήση φέρεται και ως επίθετο.

  Μεταφράσεις επεξεργασία