αντιχριστιανισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντιχριστιανισμός < αντι- + χριστιανισμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίααντιχριστιανισμός αρσενικό
- (θρησκεία) στάση και πρακτική αντίθετη στο χριστιανισμό
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντιχριστιανισμός
|