αντισυναδερφικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντισυναδερφικότητα < αντισυναδερφικός + -ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασίααντισυναδερφικότητα θηλυκό
- το να είναι κάποιος αντισυναδερφικός ή να έχει σχετική συμπεριφορά, η ιδιότητα του αντισυναδερφικού
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αντισυναδερφικότητα
|