αντισεξουαλικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντισεξουαλικότητα < αντι- + σεξουαλικότητα < μεταφραστικό δάνειο απ' τ' αγγλικά: antisexuality
Ουσιαστικό επεξεργασία
αντισεξουαλικότητα θηλυκό
- αντίθεση προς την σεξουαλικότητα
- που δεν προκαλεί σεξουαλικά
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντισεξουαλικότητα
|