Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντισεξουαλικότητα οι αντισεξουαλικότητες
      γενική της αντισεξουαλικότητας των αντισεξουαλικοτήτων
    αιτιατική την αντισεξουαλικότητα τις αντισεξουαλικότητες
     κλητική αντισεξουαλικότητα αντισεξουαλικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντισεξουαλικότητα < αντι- + σεξουαλικότητα < μεταφραστικό δάνειο απ' τ' αγγλικά: antisexuality

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αντισεξουαλικότητα θηλυκό

  1. αντίθεση προς την σεξουαλικότητα
  2. που δεν προκαλεί σεξουαλικά

  Μεταφράσεις επεξεργασία