Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντιπελάργηση οι αντιπελαργήσεις
      γενική της αντιπελάργησης* των αντιπελαργήσεων
    αιτιατική την αντιπελάργηση τις αντιπελαργήσεις
     κλητική αντιπελάργηση αντιπελαργήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αντιπελαργήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιπελάργηση < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αντιπελάργηση θηλυκό

  • η ανταπόδοση από το παιδί προς τους γονείς προχωρημένης ηλικίας των παροχών που δέχτηκε το πρώτο κατά την ανατροφή του

Συγγενικά επεξεργασία