αντιλαβή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντιλαβή < (ελληνιστική κοινή) ἀντιλαβή (ίδια σημασία) < αρχαία ελληνική ἀντιλαβή < λαμβάνω
Ουσιαστικό επεξεργασία
αντιλαβή θηλυκό
- (λογοτεχνικό) στιχομυθία σε ημιστίχια (στους διαλόγους των αρχαίων τραγωδιών)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη λαμβάνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντιλαβή
|