αντικρίστρια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντικρίστρια < αντικρισ(τής) + κατάληξη θηλυκού -τρια
Ουσιαστικό επεξεργασία
αντικρίστρια θηλυκό
- (επάγγελμα) θηλυκό του αντικριστής
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε αντικριστής
αντικρίστρια
|