αντζούγα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αντζούγα | οι | αντζούγες |
γενική | της | αντζούγας | — | |
αιτιατική | την | αντζούγα | τις | αντζούγες |
κλητική | αντζούγα | αντζούγες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίααντζούγα θηλυκό