Δείτε επίσης: ἀνταπαιτῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανταπαιτώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀνταπαιτῶ, συνηρημένος τύπος του ἀνταπαιτέω < αρχαία ελληνική ἀντί (αντ-) + ἀπαιτέω / ἀπαιτῶ < αἰτέω / αἰτῶ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂eiti

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /an.da.peˈto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ντα‐παι‐τώ

ανταπαιτώ, πρτ.: ανταπαιτούσα, αόρ.: ανταπαίτησα, παθ.φωνή: ανταπαιτούμαι, π.αόρ.: ανταπαιτήθηκα[1]

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις αντί, απαιτώ και αιτώ

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)