ανταπαιτώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανταπαιτώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀνταπαιτῶ, συνηρημένος τύπος του ἀνταπαιτέω < αρχαία ελληνική ἀντί (αντ-) + ἀπαιτέω / ἀπαιτῶ < αἰτέω / αἰτῶ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂eiti
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /an.da.peˈto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντα‐παι‐τώ
Ρήμα
επεξεργασίαανταπαιτώ, πρτ.: ανταπαιτούσα, αόρ.: ανταπαίτησα, παθ.φωνή: ανταπαιτούμαι, π.αόρ.: ανταπαιτήθηκα[1]
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις αντί, απαιτώ και αιτώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ανταπαιτώ | ανταπαιτούσα | θα ανταπαιτώ | να ανταπαιτώ | ανταπαιτώντας | |
β' ενικ. | ανταπαιτείς | ανταπαιτούσες | θα ανταπαιτείς | να ανταπαιτείς | ||
γ' ενικ. | ανταπαιτεί | ανταπαιτούσε | θα ανταπαιτεί | να ανταπαιτεί | ||
α' πληθ. | ανταπαιτούμε | ανταπαιτούσαμε | θα ανταπαιτούμε | να ανταπαιτούμε | ||
β' πληθ. | ανταπαιτείτε | ανταπαιτούσατε | θα ανταπαιτείτε | να ανταπαιτείτε | ανταπαιτείτε | |
γ' πληθ. | ανταπαιτούν(ε) | ανταπαιτούσαν(ε) | θα ανταπαιτούν(ε) | να ανταπαιτούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανταπαίτησα | θα ανταπαιτήσω | να ανταπαιτήσω | ανταπαιτήσει | ||
β' ενικ. | ανταπαίτησες | θα ανταπαιτήσεις | να ανταπαιτήσεις | ανταπαίτησε | ||
γ' ενικ. | ανταπαίτησε | θα ανταπαιτήσει | να ανταπαιτήσει | |||
α' πληθ. | ανταπαιτήσαμε | θα ανταπαιτήσουμε | να ανταπαιτήσουμε | |||
β' πληθ. | ανταπαιτήσατε | θα ανταπαιτήσετε | να ανταπαιτήσετε | ανταπαιτήστε | ||
γ' πληθ. | ανταπαίτησαν ανταπαιτήσαν(ε) |
θα ανταπαιτήσουν(ε) | να ανταπαιτήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ανταπαιτήσει | είχα ανταπαιτήσει | θα έχω ανταπαιτήσει | να έχω ανταπαιτήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ανταπαιτήσει | είχες ανταπαιτήσει | θα έχεις ανταπαιτήσει | να έχεις ανταπαιτήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ανταπαιτήσει | είχε ανταπαιτήσει | θα έχει ανταπαιτήσει | να έχει ανταπαιτήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ανταπαιτήσει | είχαμε ανταπαιτήσει | θα έχουμε ανταπαιτήσει | να έχουμε ανταπαιτήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ανταπαιτήσει | είχατε ανταπαιτήσει | θα έχετε ανταπαιτήσει | να έχετε ανταπαιτήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ανταπαιτήσει | είχαν ανταπαιτήσει | θα έχουν ανταπαιτήσει | να έχουν ανταπαιτήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ανταπαιτούμαι | ανταπαιτούμουν | θα ανταπαιτούμαι | να ανταπαιτούμαι | ||
β' ενικ. | ανταπαιτείσαι | ανταπαιτούσουν | θα ανταπαιτείσαι | να ανταπαιτείσαι | ||
γ' ενικ. | ανταπαιτείται | ανταπαιτούνταν | θα ανταπαιτείται | να ανταπαιτείται | ||
α' πληθ. | ανταπαιτούμαστε | ανταπαιτούμασταν ανταπαιτούμαστε |
θα ανταπαιτούμαστε | να ανταπαιτούμαστε | ||
β' πληθ. | ανταπαιτείστε | ανταπαιτούσασταν ανταπαιτούσαστε |
θα ανταπαιτείστε | να ανταπαιτείστε | ανταπαιτείστε | |
γ' πληθ. | ανταπαιτούνται | ανταπαιτούνταν | θα ανταπαιτούνται | να ανταπαιτούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανταπαιτήθηκα | θα ανταπαιτηθώ | να ανταπαιτηθώ | ανταπαιτηθεί | ||
β' ενικ. | ανταπαιτήθηκες | θα ανταπαιτηθείς | να ανταπαιτηθείς | ανταπαιτήσου | ||
γ' ενικ. | ανταπαιτήθηκε | θα ανταπαιτηθεί | να ανταπαιτηθεί | |||
α' πληθ. | ανταπαιτηθήκαμε | θα ανταπαιτηθούμε | να ανταπαιτηθούμε | |||
β' πληθ. | ανταπαιτηθήκατε | θα ανταπαιτηθείτε | να ανταπαιτηθείτε | ανταπαιτηθείτε | ||
γ' πληθ. | ανταπαιτήθηκαν ανταπαιτηθήκαν(ε) |
θα ανταπαιτηθούν(ε) | να ανταπαιτηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ανταπαιτηθεί | είχα ανταπαιτηθεί | θα έχω ανταπαιτηθεί | να έχω ανταπαιτηθεί | ||
β' ενικ. | έχεις ανταπαιτηθεί | είχες ανταπαιτηθεί | θα έχεις ανταπαιτηθεί | να έχεις ανταπαιτηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ανταπαιτηθεί | είχε ανταπαιτηθεί | θα έχει ανταπαιτηθεί | να έχει ανταπαιτηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ανταπαιτηθεί | είχαμε ανταπαιτηθεί | θα έχουμε ανταπαιτηθεί | να έχουμε ανταπαιτηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ανταπαιτηθεί | είχατε ανταπαιτηθεί | θα έχετε ανταπαιτηθεί | να έχετε ανταπαιτηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ανταπαιτηθεί | είχαν ανταπαιτηθεί | θα έχουν ανταπαιτηθεί | να έχουν ανταπαιτηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανταπαιτώ
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)