Δείτε επίσης: ἀνταπαιτῶ

Ετυμολογία

επεξεργασία

ανταπαιτώ, πρτ.: ανταπαιτούσα, αόρ.: ανταπαίτησα, παθ.φωνή: ανταπαιτούμαι, π.αόρ.: ανταπαιτήθηκα[1]

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τις λέξεις αντί, απαιτώ και αιτώ

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)