Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀπαιτέω < ἀπό + αἰτέω

ἀπαιτέω - ἀπαιτῶ (συνηρημένο)

  1. απαιτώ να μου επιστραφεί κάτι
  2. απαιτώ κάτι από κάποιον
  3. (παθητική φωνή) απαιτούμαι προς πληρωμή
  4. (παθητική φωνή) μου έχει προβληθεί απαίτηση από κάποιον

Παράγωγα

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία