ἀπαιτέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαἀπαιτέω - ἀπαιτῶ (συνηρημένο)
- απαιτώ να μου επιστραφεί κάτι
- απαιτώ κάτι από κάποιον
- (παθητική φωνή) απαιτούμαι προς πληρωμή
- (παθητική φωνή) μου έχει προβληθεί απαίτηση από κάποιον
Παράγωγα
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἀπαιτέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀπαιτέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.