αντίχαρη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αντίχαρη | ||
γενική | της | αντίχαρης | ||
αιτιατική | την | αντίχαρη | ||
κλητική | αντίχαρη | |||
Κατηγορία όπως «ρίγανη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντίχαρη < (ελληνιστική κοινή) ἀντίχαρις
Ουσιαστικό επεξεργασία
αντίχαρη θηλυκό
- (λόγιο) (σπάνιο) ανταπόδοση χάρης ή ευεργεσίας
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντίχαρη
|