Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανοσοαντιδραστικότητα οι ανοσοαντιδραστικότητες
      γενική της ανοσοαντιδραστικότητας των ανοσοαντιδραστικοτήτων
    αιτιατική την ανοσοαντιδραστικότητα τις ανοσοαντιδραστικότητες
     κλητική ανοσοαντιδραστικότητα ανοσοαντιδραστικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανοσοαντιδραστικότητα < άνοσ(ος) + -ο- + αντιδραστικότητα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανοσοαντιδραστικότητα θηλυκό

  • (ιατρική) βαθμός αντίδρασης ανοσοποιητικού συστήματος οργανισμού συνολικά ή σε συγκεκριμένη ουσία

  Μεταφράσεις επεξεργασία