↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανθρωπεμπορία οι ανθρωπεμπορίες
      γενική της ανθρωπεμπορίας των ανθρωπεμποριών
    αιτιατική την ανθρωπεμπορία τις ανθρωπεμπορίες
     κλητική ανθρωπεμπορία ανθρωπεμπορίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανθρωπεμπορία < ανθρωπ- + -εμπορία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /an.θɾo.pem.boˈɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αν‐θρω‐πε‐μπο‐ρί‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ανθρωπεμπορία θηλυκό

  1. η δουλεμπορία
  2. η σωματεμπορία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία