Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανθαγορά οι ανθαγορές
      γενική της ανθαγοράς των ανθαγορών
    αιτιατική την ανθαγορά τις ανθαγορές
     κλητική ανθαγορά ανθαγορές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανθαγορά < ανθ- + αγορά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανθαγορά θηλυκό

  • κεντρική αγορά λουλουδιών και φυτών που προμηθεύει εμπόρους λιανικής
    στο νομό Αττικής οι δύο κυριώτερες ανθαγορές, βρίσκονται η μία στην Αμυγδαλέζα και η άλλη στον Προμπονά

  Μεταφράσεις επεξεργασία