Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ανεβόλεμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ανεβόλεμα
τα
ανεβολέμα
τ
α
γενική
του
ανεβολέμα
τ
ος
των
ανεβολεμά
τ
ων
αιτιατική
το
ανεβόλεμα
τα
ανεβολέμα
τ
α
κλητική
ανεβόλεμα
ανεβολέμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ανεβόλεμα
< ίσως
άνω
+
βολή
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ανεβόλεμα
ουδέτερο
ανήφορος