ανδριαντοποιία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- ανδριαντοποιία < αρχαία ελληνική ἀνδριαντοποιία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανδριαντοποιία θηλυκό
- η κατασκευή ανδριάντων, αγαλμάτων
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ανδριαντοποιία
|