αναφώνηση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αναφώνηση < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αναφώνηση θηλυκό
- λέξη ή φράση που λέγεται με δυνατή φωνή και μπορεί να εκφράζει έκπληξη, πόνο κλπ.
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αναφώνηση