Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναφώνηση οι αναφωνήσεις
      γενική της αναφώνησης* των αναφωνήσεων
    αιτιατική την αναφώνηση τις αναφωνήσεις
     κλητική αναφώνηση αναφωνήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναφωνήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναφώνηση < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αναφώνηση θηλυκό

  • λέξη ή φράση που λέγεται με δυνατή φωνή και μπορεί να εκφράζει έκπληξη, πόνο κλπ.
  1. επιφώνηση

  Μεταφράσεις επεξεργασία