επιφώνηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επιφώνηση | οι | επιφωνήσεις |
γενική | της | επιφώνησης* | των | επιφωνήσεων |
αιτιατική | την | επιφώνηση | τις | επιφωνήσεις |
κλητική | επιφώνηση | επιφωνήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιφωνήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- επιφώνηση < αρχαία ελληνική ἐπιφώνησις
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.piˈfo.ni.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐φώ‐νη‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεπιφώνηση θηλυκό
- παρεμβολή στο λόγο επιφωνηματικών λέξεων και εκφράσεων
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία επιφώνηση
|