ανατοποθετώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.na.to.po.θeˈto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐το‐πο‐θε‐τώ
Ρήμα
επεξεργασίαανατοποθετώ, αόρ.: ανατοποθέτησα, παθ.φωνή: ανατοποθετούμαι, π.αόρ.: ανατοποθετήθηκα, μτχ.π.π.: ανατοποθετημένος
- τοποθετώ πίσω, στην αρχική του θέση
- αναδιοργανώνω
- (μεταφορικά) συζητώ ή εξετάζω κάποιο ζήτημα από νέα βάση
Συγγενικά
επεξεργασία- ανατοποθέτηση
- → δείτε τις λέξεις ανά, τοποθετώ, τόπος και θέτω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ανατοποθετώ | ανατοποθετούσα | θα ανατοποθετώ | να ανατοποθετώ | ανατοποθετώντας | |
β' ενικ. | ανατοποθετείς | ανατοποθετούσες | θα ανατοποθετείς | να ανατοποθετείς | ||
γ' ενικ. | ανατοποθετεί | ανατοποθετούσε | θα ανατοποθετεί | να ανατοποθετεί | ||
α' πληθ. | ανατοποθετούμε | ανατοποθετούσαμε | θα ανατοποθετούμε | να ανατοποθετούμε | ||
β' πληθ. | ανατοποθετείτε | ανατοποθετούσατε | θα ανατοποθετείτε | να ανατοποθετείτε | ανατοποθετείτε | |
γ' πληθ. | ανατοποθετούν(ε) | ανατοποθετούσαν(ε) | θα ανατοποθετούν(ε) | να ανατοποθετούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανατοποθέτησα | θα ανατοποθετήσω | να ανατοποθετήσω | ανατοποθετήσει | ||
β' ενικ. | ανατοποθέτησες | θα ανατοποθετήσεις | να ανατοποθετήσεις | ανατοποθέτησε | ||
γ' ενικ. | ανατοποθέτησε | θα ανατοποθετήσει | να ανατοποθετήσει | |||
α' πληθ. | ανατοποθετήσαμε | θα ανατοποθετήσουμε | να ανατοποθετήσουμε | |||
β' πληθ. | ανατοποθετήσατε | θα ανατοποθετήσετε | να ανατοποθετήσετε | ανατοποθετήστε | ||
γ' πληθ. | ανατοποθέτησαν ανατοποθετήσαν(ε) |
θα ανατοποθετήσουν(ε) | να ανατοποθετήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ανατοποθετήσει | είχα ανατοποθετήσει | θα έχω ανατοποθετήσει | να έχω ανατοποθετήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ανατοποθετήσει | είχες ανατοποθετήσει | θα έχεις ανατοποθετήσει | να έχεις ανατοποθετήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ανατοποθετήσει | είχε ανατοποθετήσει | θα έχει ανατοποθετήσει | να έχει ανατοποθετήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ανατοποθετήσει | είχαμε ανατοποθετήσει | θα έχουμε ανατοποθετήσει | να έχουμε ανατοποθετήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ανατοποθετήσει | είχατε ανατοποθετήσει | θα έχετε ανατοποθετήσει | να έχετε ανατοποθετήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ανατοποθετήσει | είχαν ανατοποθετήσει | θα έχουν ανατοποθετήσει | να έχουν ανατοποθετήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ανατοποθετούμαι | ανατοποθετούμουν | θα ανατοποθετούμαι | να ανατοποθετούμαι | ||
β' ενικ. | ανατοποθετείσαι | ανατοποθετούσουν | θα ανατοποθετείσαι | να ανατοποθετείσαι | ||
γ' ενικ. | ανατοποθετείται | ανατοποθετούνταν | θα ανατοποθετείται | να ανατοποθετείται | ||
α' πληθ. | ανατοποθετούμαστε | ανατοποθετούμασταν ανατοποθετούμαστε |
θα ανατοποθετούμαστε | να ανατοποθετούμαστε | ||
β' πληθ. | ανατοποθετείστε | ανατοποθετούσασταν ανατοποθετούσαστε |
θα ανατοποθετείστε | να ανατοποθετείστε | ανατοποθετείστε | |
γ' πληθ. | ανατοποθετούνται | ανατοποθετούνταν | θα ανατοποθετούνται | να ανατοποθετούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανατοποθετήθηκα | θα ανατοποθετηθώ | να ανατοποθετηθώ | ανατοποθετηθεί | ||
β' ενικ. | ανατοποθετήθηκες | θα ανατοποθετηθείς | να ανατοποθετηθείς | ανατοποθετήσου | ||
γ' ενικ. | ανατοποθετήθηκε | θα ανατοποθετηθεί | να ανατοποθετηθεί | |||
α' πληθ. | ανατοποθετηθήκαμε | θα ανατοποθετηθούμε | να ανατοποθετηθούμε | |||
β' πληθ. | ανατοποθετηθήκατε | θα ανατοποθετηθείτε | να ανατοποθετηθείτε | ανατοποθετηθείτε | ||
γ' πληθ. | ανατοποθετήθηκαν ανατοποθετηθήκαν(ε) |
θα ανατοποθετηθούν(ε) | να ανατοποθετηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ανατοποθετηθεί | είχα ανατοποθετηθεί | θα έχω ανατοποθετηθεί | να έχω ανατοποθετηθεί | ανατοποθετημένος | |
β' ενικ. | έχεις ανατοποθετηθεί | είχες ανατοποθετηθεί | θα έχεις ανατοποθετηθεί | να έχεις ανατοποθετηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ανατοποθετηθεί | είχε ανατοποθετηθεί | θα έχει ανατοποθετηθεί | να έχει ανατοποθετηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ανατοποθετηθεί | είχαμε ανατοποθετηθεί | θα έχουμε ανατοποθετηθεί | να έχουμε ανατοποθετηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ανατοποθετηθεί | είχατε ανατοποθετηθεί | θα έχετε ανατοποθετηθεί | να έχετε ανατοποθετηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ανατοποθετηθεί | είχαν ανατοποθετηθεί | θα έχουν ανατοποθετηθεί | να έχουν ανατοποθετηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανατοποθετώ
|