αναταξινόμηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αναταξινόμηση | οι | αναταξινομήσεις |
γενική | της | αναταξινόμησης* | των | αναταξινομήσεων |
αιτιατική | την | αναταξινόμηση | τις | αναταξινομήσεις |
κλητική | αναταξινόμηση | αναταξινομήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναταξινομήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναταξινόμηση < ανα- + ταξινόμηση
Ουσιαστικό επεξεργασία
αναταξινόμηση θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
αναταξινόμηση
|