Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναρχοσυνδικαλίστρια οι αναρχοσυνδικαλίστριες
      γενική της αναρχοσυνδικαλίστριας των αναρχοσυνδικαλιστριών
    αιτιατική την αναρχοσυνδικαλίστρια τις αναρχοσυνδικαλίστριες
     κλητική αναρχοσυνδικαλίστρια αναρχοσυνδικαλίστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναρχοσυνδικαλίστρια < αναρχοσυνδικαλισ(τής) + κατάληξη θηλυκού -τρια

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.naɾ.xo.sin.ði.kaˈli.stɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ναρ‐χο‐συν‐δι‐κα‐λί‐στρι‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αναρχοσυνδικαλίστρια θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε αναρχοσυνδικαλιστής