ανάφαση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανάφαση | οι | αναφάσεις |
γενική | της | ανάφασης* | των | αναφάσεων |
αιτιατική | την | ανάφαση | τις | αναφάσεις |
κλητική | ανάφαση | αναφάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναφάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανάφαση θηλυκό
- (βιολογία): το τρίτο στάδιο διαίρεσης του πυρήνα των ευκαρυωτικών κυττάρων, που συμβαίνει μία φορά στη μίτωση και δύο φορές στη μείωση.
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανάφαση
|