Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο.
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ανάπαμα τα αναπάματα
      γενική του αναπάματος των αναπαμάτων
    αιτιατική το ανάπαμα τα αναπάματα
     κλητική ανάπαμα αναπάματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανάπαμα < ανά (πλήρως, παντού) + παύω + κατάληξη -μα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ανάπαμα αρσενικό

  • η ανάπαυση
    ... του αγρού, η αγρανάπαυση, ο αγρός που δεν σπάρθηκε 1-2 χρόνια για να ανακτήσει την παραγωγικότητά του
    ⮡  θα σπείρω φέτος αλλά του χρόνου θα τ' αφήσω ανάπαμα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία