ανάπαμα
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο. |
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαανάπαμα αρσενικό
- η ανάπαυση
- ... του αγρού, η αγρανάπαυση, ο αγρός που δεν σπάρθηκε 1-2 χρόνια για να ανακτήσει την παραγωγικότητά του
- ⮡ θα σπείρω φέτος αλλά του χρόνου θα τ' αφήσω ανάπαμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανάπαμα
|