Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αμμουδεριστής οι αμμουδεριστές
      γενική του αμμουδεριστή των αμμουδεριστών
    αιτιατική τον αμμουδεριστή τους αμμουδεριστές
     κλητική αμμουδεριστή αμμουδεριστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμμουδεριστής < αμμουδερίζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αμμουδεριστής αρσενικό

  1. (επάγγελμα) αυτός που γενικά διευθετεί άμμο, στρώνει, ομαλοποιεί, καθαρίζει κ.λπ.
  2. (επάγγελμα) ειδικότερα: ο τεχνίτης που διευθετεί σε δοχεία άμμο και τροφοδοτεί τον συμπιεστή (κομπρεσέρ) της αμμοβολής
    ο τεχνίτης αμμουδεριστής είναι βοηθός του αμμοβολιστή

  Μεταφράσεις επεξεργασία