αμμουδεριστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αμμουδεριστής < αμμουδερίζω
Ουσιαστικό επεξεργασία
αμμουδεριστής αρσενικό
- (επάγγελμα) αυτός που γενικά διευθετεί άμμο, στρώνει, ομαλοποιεί, καθαρίζει κ.λπ.
- (επάγγελμα) ειδικότερα: ο τεχνίτης που διευθετεί σε δοχεία άμμο και τροφοδοτεί τον συμπιεστή (κομπρεσέρ) της αμμοβολής
- ο τεχνίτης αμμουδεριστής είναι βοηθός του αμμοβολιστή
Μεταφράσεις επεξεργασία
αμμουδεριστής
|