Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αμερικανοφιλία οι αμερικανοφιλίες
      γενική της αμερικανοφιλίας των αμερικανοφιλιών
    αιτιατική την αμερικανοφιλία τις αμερικανοφιλίες
     κλητική αμερικανοφιλία αμερικανοφιλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμερικανοφιλία < αμερικανόφιλ(ος) + -ια[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.me.ɾi.ka.no.fiˈli.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐με‐ρι‐κα‐νο‐φι‐λί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αμερικανοφιλία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. αμερικανοφιλίαΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας