αλογομούρης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλογομούρης αρσενικό (θηλυκό αλογομούρα)
- αυτός που έχει πρόσωπο που μοιάζει του αλόγου
- (μεταφορικά) πανάσχημος άνθρωπος
- (αργκό) αυτός που ασχολείται με τις ιπποδρομίες
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλογομούρης
|