αλλοκοτιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αλλοκοτιά | οι | αλλοκοτιές |
γενική | της | αλλοκοτιάς | των | αλλοκοτιών |
αιτιατική | την | αλλοκοτιά | τις | αλλοκοτιές |
κλητική | αλλοκοτιά | αλλοκοτιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αλλοκοτιά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίααλλοκοτιά θηλυκό
- η αλλόκοτη ενέργεια ή εμφάνιση