αλληλεπενέργεια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλληλεπενέργεια < αλληλ- + επενέργεια
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλληλεπενέργεια θηλυκό
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλληλεπενέργεια
|
αλληλεπενέργεια θηλυκό
|