αληγείς άνεμοι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | αληγείς άνεμοι | ||
γενική | των | αληγών ανέμων | ||
αιτιατική | τους | αληγείς ανέμους | ||
κλητική | αληγείς άνεμοι | |||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.liˈʝis ˈa.ne.mi/
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίααληγείς άνεμοι αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό
- (άνεμος) χαρακτηρισμός ανέμων που πνέουν από ανατολή προς δύση, από τις τροπικές ζώνες υψηλής πίεσης προς τις ισημερινές περιοχές χαμηλής πίεσης.
- ※ Ομάδα επιστημόνων από τις ΗΠΑ και την Αυστραλία υποστηρίζει ότι υπεύθυνοι για το φρένο στην αύξηση της θερμοκρασίας στον πλανήτη είναι οι ανατολικοί αληγείς άνεμοι του Ειρηνικού Ωκεανού. (Θοδωρής Λαϊνάς, Ο Ειρηνικός βάζει φρένο στην αύξηση της θερμοκρασίας, εφημ. Το Βήμα, 10 Φεβρουαρίου 2014)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αληγείς άνεμοι
|