πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι αληγείς άνεμοι
      γενική των αληγών ανέμων
    αιτιατική τους αληγείς ανέμους
     κλητική αληγείς άνεμοι
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
αληγείς άνεμοι <  δείτε τις λέξεις αληγής και άνεμος

Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

αληγείς άνεμοι αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό

  • (άνεμος) χαρακτηρισμός ανέμων που πνέουν από ανατολή προς δύση, από τις τροπικές ζώνες υψηλής πίεσης προς τις ισημερινές περιοχές χαμηλής πίεσης.
      Ομάδα επιστημόνων από τις ΗΠΑ και την Αυστραλία υποστηρίζει ότι υπεύθυνοι για το φρένο στην αύξηση της θερμοκρασίας στον πλανήτη είναι οι ανατολικοί αληγείς άνεμοι του Ειρηνικού Ωκεανού. (Θοδωρής Λαϊνάς, Ο Ειρηνικός βάζει φρένο στην αύξηση της θερμοκρασίας, εφημ. Το Βήμα, 10 Φεβρουαρίου 2014)

Αντώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία