aliseo
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- aliseo < γαλλική alizé (αληγείς άνεμοι)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαaliseo (it) αρσενικό (πληθυντικός alisei)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- aliseo - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).