Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι ανταληγείς άνεμοι
      γενική των ανταληγών ανέμων
    αιτιατική τους ανταληγείς ανέμους
     κλητική ανταληγείς άνεμοι
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανταληγείς άνεμοι < αντ- + αληγείς, → και δείτε τη λέξη άνεμος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /an.da.liˈʝis ˈa.ne.mi/

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

ανταληγείς άνεμοι αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό

Αντώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία