Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αλευρόσακος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
αλευρόσακ
ος
οι
αλευρόσακ
οι
γενική
του
αλευρόσακ
ου
των
αλευρόσακ
ων
αιτιατική
τον
αλευρόσακ
ο
τους
αλευρόσακ
ους
κλητική
αλευρόσακ
ε
αλευρόσακ
οι
Κατηγορία
όπως «
αντίλαλος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αλευρόσακος
<
αλευρό-
+
σάκος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αλευρόσακος
αρσενικό
ο
σάκος
συσκευασίας, μεταφοράς και αποθήκευσης
αλεύρων
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αλευρόσακος