Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αλευροπόλεμος οι αλευροπόλεμοι
      γενική του αλευροπόλεμου των αλευροπόλεμων
    αιτιατική τον αλευροπόλεμο τους αλευροπόλεμους
     κλητική αλευροπόλεμε αλευροπόλεμοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλευροπόλεμος < αλευρο- + -πόλεμος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αλευροπόλεμος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία