Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλευρομηχανή οι αλευρομηχανές
      γενική της αλευρομηχανής των αλευρομηχανών
    αιτιατική την αλευρομηχανή τις αλευρομηχανές
     κλητική αλευρομηχανή αλευρομηχανές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλευρομηχανή < αλευρο- + -μηχανή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αλευρομηχανή θηλυκό

  1. γενική ονομασία μηχανής που χρησιμοποιείται στην αλευροποιία
  2. οποιαδήποτε μηχανή που παρεμβάλλεται στη γραμμή παραγωγής αλεύρων π.χ. αλευρόμυλος, αλευροκόσκινο, αλευροχαρμανιέρα κ.ά.

  Μεταφράσεις επεξεργασία