αλευρέμπορος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αλευρέμπορος | οι | αλευρέμποροι |
γενική | του | αλευρέμπορου & αλευρεμπόρου |
των | αλευρέμπορων & αλευρεμπόρων |
αιτιατική | τον | αλευρέμπορο | τους | αλευρέμπορους & αλευρεμπόρους |
κλητική | αλευρέμπορε | αλευρέμποροι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Συγκρίνετε με την κλίση του αλευρέμπορας. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλευρέμπορος αρσενικό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλευρέμπορος
|