• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

αλευρέμπορος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Άλλες μορφές
      • 1.2.2 Συγγενικά
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αλευρέμπορος οι αλευρέμποροι
      γενική του αλευρέμπορου
& αλευρεμπόρου
των αλευρέμπορων
& αλευρεμπόρων
    αιτιατική τον αλευρέμπορο τους αλευρέμπορους
& αλευρεμπόρους
     κλητική αλευρέμπορε αλευρέμποροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Συγκρίνετε με την κλίση του αλευρέμπορας.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
αλευρέμπορος < άλευρα + -έμπορος

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αλευρέμπορος αρσενικό

  • (επάγγελμα) έμπορος αλεύρων

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • αλευρέμπορας

Συγγενικά

επεξεργασία
  • αλευράς
  • αλευροπώλης

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    αλευρέμπορος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αλευρέμπορος&oldid=5450279"
Τελευταία επεξεργασία στις 27 Ιανουαρίου 2022, στις 13:27

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 27 Ιανουαρίου 2022, στις 13:27.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας